Like

Έλληνες ποιητές για την Αποκριά και την Καθαρά Δευτέρα

Γράφτηκε από Westcity Team
 
 
 
 

Γράφει η Σοφία Καυκοπούλου

Οι απόκριες φθάνουν, και ειδικά στην Πάτρα, είμαστε συνηθισμένοι σε μία όμορφη υπαίθρια γιορτή. Φέτος, οι συνθήκες δεν θα μας το επιτρέψουν, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν μπορούμε να θυμηθούμε το παλιό, καλό καρναβάλι, που δεν ξεφτίζει, που είναι συνυφασμένο με την πόλη και την αρχοντική της φύση. Με μία Πάτρα άλλης εποχής! Η αποκριά χαρακτηρίζει αυτή την πόλη, όχι απλά σαν ευκαιρία για τυφλή διασκέδαση, όπως την βλέπουν οι αδαείς, αλλά σαν χρώμα! Το ανεξίτηλο χρώμα της ιστορίας της Πάτρας!

Διάλεξα κάποια ποιήματα γνωστών Ελλήνων ποιητών, με θέμα την αποκριά αλλά και την Καθαρά Δευτέρα, για να σας παρουσιάσω. Ποιήματα που αφήνουν διάφορα συναισθήματα, ίσως μάλιστα κάποια μελαγχολικά. Σίγουρα ωστόσο, όλα έχουν  στοιχεία από μια αποκριά που έχουμε ζήσει στο παρελθόν, είτε την αποκριά που ζούμε τα δύο τελευταία χρόνια… Είτε ακόμη, από μια μελλοντική αποκριά. Τα συναισθήματα που γεννώνται, δεν περιορίζονται χρονικά στις μέρες αυτές, αλλά στο μέρος της ψυχής που τα χρειάζεται…

Καλή ανάγνωση

Η ΑΠΟΚΡΙΑ

«Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή

η αποκριά

το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους

όπου δεν ανάπνεε κανείς

πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό

κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους

που τους είχαν ξεχάσει

έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος

μάτωνε τις καρδιές

μια γυναίκα γονατισμένη

ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή

μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο

εν δυο με παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι

αποκριάτικο

γεμάτο μίσος

το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα

μαχαιρωμένο

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή

η αποκριά.»

Μίλτος Σαχτούρης

ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ

«Τι θέλει ο λαός αυτός ο αποβλακωμένος,

που μασκαράς ξεκάλτσωτος εβγήκε στο σεργιάνι,

κι εδώ κι εκείθε πιλαλά καταμουντζουρωμένος;

Δεν θέλει τίποτα, καλό μουντζούρωμα του φθάνει.

Μουντζούρα για τη μούρη του και άλλο δεν γυρεύει,

ο ίδιος μασκαρεύεται αντί να μασκαρεύει.

Ποτέ τους Κυβερνήτας του δεν θέλει να πειράξει,

κι αν κάποτε με τ’ όνομα του κλέφτη τους στολίζει,

όμως ως κάτω χαιρετά του κλέφτη το αμάξι,

και με τα δυο του γόνατα εμπρός του γονατίζει.

Έπειτα ο κυρίαρχος έχει κι αυτή τη χάρη,

να τρέμει για τη φυλακή, να φεύγει το στιλιάρι.

Μπορεί να μουντζουρώνεται με τιγανιού μουντζούρα,

να γίνεται και γάδαρος, να σέρνεται, να σέρνει,

αλλ’ όχι να φορεί ποτέ και άρχοντος φιγούρα….

δεν αγαπά να δέρνεται, δεν αγαπά να δέρνει.

Αφού αφήνει φανερά καθένας να τον κλέβει,

τι θα κερδίσει τάχατε και αν τους μασκαρεύει;

Για δέτε τι ξεκάλτσωτοι, για δέτε τι μουντζούρα!

Για δέτε κι έναν απ’ εδώ με μια κοντή βελάδα,

για δέτε κι άλλον απ’ εκεί με ψεύτικη καμπούρα…

Μπορεί κανείς να μη γελά σε τόση εξυπνάδα;

Γελά ο τάδε κύριος κι η δείνα η κυρία,

μα ξεκαρδίζομαι κι εγώ από την… αηδία.»

Γεώργιος Σουρής

 Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.

Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν

Έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα

Τιμωρημένη

Ώρες και ώρες.

Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε

Δεν ονειρευόμουν – ανέβαινε

Φοβόμουνα και μου άρεσε.

Ήταν εκείνο που έβλεπα πώς να το πω

Κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»

Όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη

Χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά

Σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε –

Ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά

Να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι…

Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά

Και μου χαμογελούσανε•

Κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «δεσποινίς»

Φοβόμουνα και μου άρεσε.

Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα

Δεν ήταν σαν τους «κάτω»•

Είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια•

Μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα

Και μου ’βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.

Ήταν θυμάμαι «Ή Άννέτα με τα σάνταλα»

«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»

Το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»

(ναι θυμάμαι και αλλά)

Το ξαναλέω – δεν ονειρευόμουν

Αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».

Μου το ’χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης

Μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα

Το ποδήλατο του με άκρα προσοχή

Το ’χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου•

Υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα

Φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα

Κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε

Τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου•

Φοβόμουνα και μου άρεσε

Το δωμάτιο μου ανέβαινε

Ή εγώ – δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια

Το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας

Ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως

Ένας απειροελάχιστος σεισμός

Που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια•

Δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας

Και όμως η εναντίωση

Αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται

Σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο

Που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου

Τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε

Η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες

Με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου

Χειροκροτούσαν – απίστευτων χρόνων θραύσματα

Μετέωρα όλα.

Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές

Μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου

Θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν•

Τι ωραία Θεέ μου τι ωραία

Χάμου στο χώμα ποδοπατημένη

Να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου

Ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

Οδυσσέας Ελύτης

ΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ

Σε ορισμένους τόπους ονομάζουν τα χέρια χέρες. Στα Ακρο-

Κεραύνεια πετούν γυπαετοί. Στις πανωσιές σουρώνει η θάλασ-

Σα και αναγαλλιάζει. Στις ανοικτές πλατείες τα παιδιά πε-

Τούν το Μάρτη χρωματιστούς αετούς από χαρτί.

Κόκκινοι, πράσινοι, κίτρινοι και κάποτε γαλάζιοι, οι

Χάρτινοι αετοί λυσίκομοι και με μακριές ουρές, πετούν επάνω

Από την πόλη, όπως επάνω από την φτέρη των υψηλών βου-

Νών οπι αετοί.

Εκστατικά υψώνουν τα παιδιά τα χέρια. Δείχνουν τους

Χάρτινους κομήτες με τις μακριές ουρές. Ουράνιοι δράκοι

Πιο ψηλά τα αεροπλάνα, βροντούν και γράφουν στο στερέω-

Μα με άσπρους καπνούς τις λέξεις:

ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΟΥ.

Είναι η ώρα κάτασπρη, η έκστασις γαλάζια. Η πόλις

Αχνίζει από ηδονή. Κουνούν τις χέρες τα παιδιά και, ακόμα,

Από τα στόματά των πηδούν σαν πίδακες οι λέξεις:

ΚΑΛΑ ΛΕΟΝΑ ΝΟΛΑ ΠΟΥ.

Ανδρέας Εμπειρίκος

ΤΟ ΒΑΛΣ ΧΩΡΙΣ ΝΤΑΜΑ

ΩΡΑΙΑ διασκεδάσαμε, κυρία, στο σπίτι

(συνέχεια στης νύχτας τα’ αμίλητα μάκρη)

Με τουτ’ τη λίγον τι βαμμένη μου μύτη

Στην άκρη

Εγώ, μπρος στο φίνο σου χαμογέλιο

Κι εσύ μπρος σ’ αυτό το άναυδο φρύδι,

Περίεργο επαίξαμε – οι δυο μας- και τέλειο

Παιγνίδι.

Στα μούτρα μου απόμεινε ύστερα χρώμα

Βαθύ ροζ απ’ τα χείλη σου, Μα εμένα, Κυρία

Σε κυττάνε ακίνητο το μπλάβο μου όμμα

Και κρύα..

Ω νάχα κι εγώ μες’ στο στήθος καρδίτσα

(και όχι, για να κρούω τις φούχτες, μια σούστα)

Αχ πως θα στην έπιανα καρφίτσα- καρφίτσα

Τη φούστα.

Και πως, τα μαλλάκια σου μπούκλα τη μπούκλα

Ωραία θα στάφιαχνα –με κόπτσες και τέλια-

Σε στυλ Πομπαδούρ να σ’ είχα μια κούκλα

Μου τέλεια.

Μα εγώ στης πνοής σου για να φτάσω το μύρο,

Των ποδιών μου πατώ – στο κενό – στις μυτίτσες

Και αχ στην κλωστή μου πόσες φέρνω τριγύρω

Βολτίτσες.

Θεέ μου, θα κλάψω! Στροφές χωρίς ντάμες

Με τέζα τα χέρια μου- με σφάζει μια ζήλεια

Στον αέρα να φέρνω, και νάχω παλάμες

Δυο ζύλια..

Γιάννης Σκαρίμπας

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ

I

Πω, πω, τι κρύο κάνει…

Επάγωσαν οι μάσκες στις βιτρίνες∙

ένα τριμμένο ντόμινο πώς να ζεστάνει

την καρδιά μου την άδεια σαν κι εκείνες;

Είχα μι’ αγάπη που πάει να σβήσει –

Δε θα μπορούσε ακόμα να κρατήσει;

Αύριο θά ’χουμε Άνοιξη κι Απρίλη

Κι εμείς δε θά ’μαστε ούτε φίλοι…

Ήταν γραφτό της όμως να πεθάνει

Μέσα στην παγωμένη Αποκριά,

έτσι απ’ το κρύο, όπως μια γριά

που δεν υπάρχει τίποτε να τη ζεστάνει…

ΙΙ

Όλο βροχές Αποκριές,

Ντόμινα μαύρα σα γριές,

Και φθισικοί πιερότοι,

Γεροντοκόρη νιότη.

Στους δρόμους πανηγύρι,

Κι από το κοιμητήρι

Φωνάζουν οι καμπάνες

Τις πονεμένες μάνες.

Αχ, η ζωή είναι λίγη

Κι είν’ η χαρά μεγάλη

Μήτσος Παπανικολάου

ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΟ

Με ξέσκεπα τα στήθια, με κρυμμένα

τα μάγουλα στη μάσκα, τριγυρίζουν

οι βλάχες, οι κοντέσες, και χαρίζουν

ολούθε χαμογέλια ονειρεμένα.

Πιερότοι κι αρλεκίνοι, μ’ αναμμένα

τα μάτια τους, τις γύμνιες αντικρίζουν

και —απόκριση στα γέλια— πλημμυρίζουν

τη γλύκα πά’ στα χείλια τα βαμμένα,

τη γλύκα του φιλιού. Κάποιος ιππότης

με μια που ’ναι ντυμένη σα δεσπότης

—παράξενο ζευγάρι— σιργιανάει.

Κι ο διάολος μες στου ντόμινου τ’ ατλάζι

φιλιά μ’ έν’ αγγελούδι σαν αλλάζει,

ουρλιάζοντας τη μαύρη ουρά κουνάει.

Κώστας Καρυωτάκης