Τοπικά

Διάβρωση των Ακτών & άνοδος της στάθμης της Θάλασσας

διάβρωση των Ακτών , Βασίλης Κανελλόπουλος
Γράφτηκε από Westcity Team
 
 
 
 

Άρθρο του Βασίλη Κανελλόπουλου , Γεωλόγος MSc, MBA

Ο επιστημονικός συνεργάτης του westcity.gr,  Γεωλόγος MSc Βασίλης Κανελλόπουλος , μας αναλύει το μείζον ζήτημα για τη Δυτική Αχαΐα , τη διάβρωση των Ακτών, αλλά τις ενέργειες και δράσεις μέσα από την προσέγγιση του φαινομένου σε παγκόσμια κλίμακα.

Στη Δυτική Αχαΐα το φαινόμενο της οπισθοχώρησης των ακτών από τη διάβρωση της θάλασσας, είναι πολύ ορατό τις τελευταίες δεκαετίες, με τους “παλαιότερους” ηλικιακά, να βλέπουν την παραλία να μειώνεται συνεχώς κάθε καλοκαίρι και τη θάλασσα να έρχεται πιο “έξω” από την εποχή εκείνη που ήταν παιδιά πήγαιναν για μπάνιο.

(φωτ. Νιφορέικα)

Το πρόβλημα με τη διάβρωση των ακτών σε Ανατολική και Δυτική Αχαΐα είναι ένα πρόβλημα δεκαετιών το οποίο λίγοι -πλην των επιστημόνων που το μελετούσαν- αντιλήφθηκαν. Εδώ και μια δεκαετία είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού και κάθε χρόνο επιδεινώνεται, με αποτέλεσμα η ακτογραμμή όλο και να συρρικνώνεται. Όμως δρα ιδιαίτερα ταχύτατα τα τελευταία 60-70 χρόνια.

Η μελέτη Ρογκάν

Την ίδια ώρα οι διαδικασίες εκπόνησης μελετών για την υλοποίηση αντιδιαβρωτικών έργων, η εξασφάλιση χρηματοδότησης και εν τέλει η εκτέλεση παρεμβάσεων απαιτούν χρονοβόρες διαδικασίες, με αποτέλεσμα το κύμα να εξακολουθεί να καταπίνει τις παραλίες. Ολοκληρώθηκε η μελέτη Ρογκάν για την αντιμετώπιση της διάβρωσης των ακτών (αφορά στην ακτογραμμή από την Παραλία Πατρών μέχρι τον Άραξο). Όμως για την υλοποίησή της ξεκινά ένας μεγάλος μαραθώνιος από την Περιφέρεια Δυτ. Ελλάδας.

Είναι γνωστό ότι από τα Βραχνέικα μέχρι τον Άραξο το πρόβλημα είναι πολύ μεγάλο. Πρόσφατα οι κάτοικοι του Καλαμακίου προχώρησαν σε κινητοποιήσεις. Άλλο ένα παράδειγμα πώς ένα φυσικό φαινόμενο που δεν αντιμετωπίστηκε σωστά ή έγκαιρα στο παρελθόν προκαλεί κοινωνικές αναταράξεις με αρνητικές συνέπειες στην τοπική οικονομία. Αγροτική παραγωγή, τουρισμός, εμπόριο, κτηνοτροφία πλήττονται άμεσα και οι πληθυσμοί αλλάζουν χαρακτήρα με την αστυφιλία να ερημώνει τις περιοχές.

Οι ειδικοί παρατηρούν ότι στη συγκεκριμένη περιοχή το φαινόμενο μπορεί να ανασχεθεί. Αλλά με σωστό τρόπο.

Δεν αρκεί απλά να τοποθετούμε ογκόλιθους μπροστά από τις κατοικίες ή τους παραλιακούς δρόμους ή να κατασκευάζουμε προβόλους προς τη θάλασσα ανεξέλεγκτα. Χρειάζεται ένας λεπτομερής σχεδιασμός, που να λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους : τον κυματισμό, τους ανέμους, τα θαλάσσια ρεύματα τη μείωση ιζημάτων και φερτών υλικών από τα ποτάμια, τις αμμοληψίες από τα ποτάμια και τις παραλίες, την κατασκευή φραγμάτων, το βάθος της θάλασσας, την ανεξέλεγκτη ή παράνομη οικιστική δόμηση κ.α.). Αν γίνουν σωστά έργα, μια ακτή μπορεί να διατηρηθεί για αρκετά χρόνια, χωρίς να σπαταλούνται τεράστια ποσά σε έργα που είναι καταδικασμένα να αποτύχουν. Και για όλα αυτά απαιτείται σωστή μελέτη που θα συνυπολογίζει τα παραπάνω.

Οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να αλλάζουν και να προσαρμόζονται στα δεδομένα.

Η τοπική αυτοδιοίκηση έχει ένα σοβαρό πεδίο να ασχοληθεί στο άμεσο μέλλον. Γιατί π.χ. να κατασκευάζουμε δρόμους παράλληλα κι όχι κάθετα στις ακτές; Σε μια σεισμογενή περιοχή και με τον κίνδυνο ενός υποθαλάσσιου σεισμού στον Πατραϊκό κόλπο, μπορεί να δημιουργηθεί ένα μίνι τσουνάμι (παλιρροϊκό κύμα) με κύματα ύψους 4-5 μέτρων που θα φέρει ανυπολόγιστες καταστροφές σε μια τεράστια πεδινή έκταση. Έχουμε όλοι μας μερίδιο ευθύνης, πολίτες, υπηρεσίες, επιστήμονες ας αλλάξουμε νοοτροπία. Οι νεοέλληνες πρέπει να πάψουμε να είμαστε περήφανοι δηλώνοντας «…μένω στην παραλία μέσα στην θάλασσα, πραγματικά σκάει το κύμα στο σπίτι μου». Γιατί να σκάει το κύμα στο σπίτι!

Ας δούμε όμως λίγο εκτενέστερα τη σοβαρότητα του φαινομένου…

Η αύξηση της στάθμης της θάλασσας προκαλείται από τη θερμική διαστολή των θαλάσσιων μαζών και την τήξη των ηπειρωτικών πάγων. Η ασφαλής όμως εκτίμηση κατά πόσον αυξάνεται η επικινδυνότητα μιας περιοχής από την άνοδο της στάθμης θαλάσσιων υδάτων δεν καθορίζεται μόνο από το ρυθμό και το εύρος ανόδου της στάθμης αλλά και από άλλους τοπικούς παράγοντες όπως είναι ο τεκτονισμός, η προσφορά ιζήματος (εκβολές ποταμών) και η παράκτια γεωμορφολογία/λιθολογία.

Έτσι η απόλυτη στάθμη της θάλασσας δεν αυξάνεται ομοιογενώς σε όλες τις περιοχές αλλά οι παραπάνω παράγοντες λειτουργούν είτε προσθετικά είτε αφαιρετικά στην μεταβολή της στάθμης λόγω κλιματικής αλλαγής.

Το σημαντικό είναι πως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας (ΑΣΘ) είναι σχετικά ανελαστική έναντι των μειώσεων εκπομπών αερίων ρύπων του θερμοκηπίου πράγμα που σημαίνει ότι ακόμα και αν δραστικές πολιτικές μετριασμού παγκοσμίως κατορθώσουν να σταθεροποιήσουν τις συγκεντρώσεις αυτών των αερίων η άνοδος της θαλάσσιας στάθμης όπως και τα σύνοδα φαινόμενα θυελλογενών παλιρροιών και παράκτιας διάβρωσης θα συνεχίσουν να υφίστανται για αιώνες.

Η άνοδος της στάθμης όμως φέρνει και δυνητικά καταστροφικότερες φουσκοθαλασσιές παρόλο που είναι δύο ξεχωριστά φαινόμενα.

Ως φουσκοθαλασσιά εδώ δεν εννοείται η αστρονομική παλίρροια αλλά η θυελλογενής μετεωρολογική παλίρροια, δηλαδή η άνοδος της στάθμης της θάλασσας εξαιτίας των ισχυρών ανέμων και μεταβολής της πίεσης της ατμόσφαιρας. Οι θυελλογενείς παλίρροιες είναι στενά συνδεδεμένες με την συχνότητα, την ένταση αλλά και τη διαδρομή που διαγράφει μία καταιγίδα καθώς και με το τοπικό ανάγλυφο της ακτής. Απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή όταν συνδυάζονται με τις αστρονομικές παλίρροιες, γιατί τότε το ύψος της στάθμης του νερού αλλά και των κυμάτων γίνονται επικίνδυνα.

Το φαινόμενο της ασταμάτητης ανόδου της στάθμης της θάλασσας (αποτέλεσμα φυσικών αλλά και ανθρωπογενών παραγόντων) αποτελεί στις μέρες μας, ένα από τα σημαντικότερα δισεπίλυτα και πιο κοστοβόρα προβλήματα των κρατών.

Η περυσινή διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα στη Βόννη – η COP23 – εξέδωσε μια έντονη προειδοποίηση σχετικά με το τι πρόκειται να συμβεί, αν δεν κάνουμε τίποτα για να χαλιναγωγήσουμε την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη. Καθώς οι πάγοι λιώνουν και η στάθμη των υδάτων ανεβαίνει, μεγάλες παράκτιες περιοχές ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν έντονα προβλήματα, ειδικά στην Ολλανδία, το Βέλγιο και την Ελλάδα.

Η στάθμη της θάλασσας αναμένεται μέχρι το 2100 να σημειώσει άνοδο από 40 εκατοστά έως και ένα μέτρο (Πακιστάν, Νησιά Φίτζι κ.α.), σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC). Τα τελευταία 25 περίπου χρόνια παρατηρείται στενά από οργανισμούς, ιδρύματα, κράτη και φορείς Η στάθμη της θάλασσας, από το 1993, ανεβαίνει τρία χιλιοστά κάθε χρόνο, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, η στάθμη των ωκεανών αυτή τη στιγμή είναι επτά (7) εκατοστά υψηλότερη από ό,τι ήταν πριν 24 χρόνια. Όμως, όσο κι αν το επίπεδο της θάλασσας έχει ανεβεί κατά 19,5 εκατοστά συνολικά τον τελευταίο αιώνα, αυτή η άνοδος δεν συνέβη βαθμιαία. Για την ακρίβεια, το πρόβλημα χειροτερεύει όλο και περισσότερο.

Το τελικό ύψος ανόδου της στάθμης των ωκεανών εξαρτάται από τις προσπάθειές μας να κάμψουμε το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Τι γίνεται στην Ευρώπη

Όμως, την ώρα που η Ευρώπη έχει το χρόνο για να προετοιμαστεί για τυχόν πλημμύρες (χρήση δορυφόρων και σύγχρονων μαθηματικών μοντέλων), για πολλές ευρωπαϊκές πόλεις ήδη χτυπά την πόρτα τους ο κίνδυνος της διάβρωσης και σε μερικές περιπτώσεις ακόμα και εξαφάνισης των ακτών τους. Η πόλη της Βενετίας εργάζεται πάνω στην εγκατάσταση 57 αντιπλημμυρικών φραγμάτων, προκειμένου να αποτρέψει την πλημμύρα της θάλασσας στη λίμνη. Ήδη έχει δαπανήσει 5,5 δισεκατομμύρια ευρώ για να προστατεύσει το ιστορικό σημείο.

Η Ολλανδία, μια χώρα-βετεράνος στην αντιπλημμυρική διαχείριση, έχει ανταποκριθεί στο πρόβλημα, εν μέρει σχεδιάζοντας πλωτές κατοικίες. Στη Βρετανία 1,8 δισεκατομμύρια λίρες έχουν δεσμευθεί για την υπεράσπιση του Λονδίνου και των γύρω περιοχών από μια πλημμύρα του ποταμού Τάμεση, ενώ οι νότιες περιοχές της Αγγλίας ήδη υποφέρουν, σε τακτική βάση, από ζημιές που προκαλούνται λόγω των χειμερινών πλημμυρών.

Μεγαλουπόλεις όπως Βαρκελώνη, Κωνσταντινούπολη και Δουβλίνο, αλλά και μεγάλα κομμάτια της ολλανδικής και της βελγικής επικράτειας θεωρούνται επίσης ευάλωτα στην άνοδο των υδάτων.

Ένα από τους οργανισμούς που παρέχουν τα στοιχεία στην Υπηρεσία Κλιματικής Αλλαγής του Κοπέρνικου είναι το CLS (το γαλλικό ερευνητικό ινστιτούτο για τη μελέτη της θάλασσας).

Ο Gilles Larnicol, επικεφαλής Ωκεανογραφίας στο CLS υποστηρίζει πως ρόλο-κλειδί του οργανισμού είναι η διασφάλιση πως τα στοιχεία που παρέχονται είναι ακριβή και πέραν κάθε αμφιβολίας, ούτως ώστε οι αποφάσεις να μπορούν να ληφθούν με αξιόπιστο τρόπο με βάση αυτήν την ανάλυση. «Όποτε τοποθετείται κοντά στην ακτή ένα νέο λιμάνι ή ένα κτίριο, στην κατασκευή του θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τις προβλέψεις για την άνοδο της στάθμης της θάλασσας», επισημαίνει ο Larnicol.

Το ερώτημα που εγείρεται είναι: «Πόσο θα συρρικνωθεί μέχρι το 2100 η ευρωπαϊκή ακτογραμμή;».

Τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής υπολόγισε μελέτη, που εκπονήθηκε με πρωτοβουλία του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γεωργίου Α. Προβόπουλου, από επιτροπή διακεκριμένων επιστημόνων (συστάθηκε το 2009). Μετά από μελέτες και έρευνες 26 μηνών, η Επιτροπή (ΕΜΕΚΑ) ολοκλήρωσε την πρώτη φάση εργασιών και σε έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2011. Σύμφωνα με αυτήν οι επιπτώσεις του φαινομένου στις παράκτιες περιοχές της Ελλάδας, τόσο με τη μορφή της σταδιακής Ανόδου της Στάθμης της Θάλασσας (ΑΣΘ) όσο και με εκείνη των θυελλογενών μετεωρολογικών παλιρροιών και των κυματικών καταιγίδων, αναμένεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικές στη χώρα μας στις επόμενες δεκαετίες

Το συνολικό µήκος ελληνικής ακτογραµµής που αντιστοιχεί σε παράκτιες περιοχές µέτριας έως υψηλής τρωτότητας στην άνοδο της θαλάσσιας στάθµης είναι 3.360 χλµ., δηλαδή στο 21% του συνόλου! Μάλιστα, συγκεκριμένες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας ανήκουν στη ζώνη υψηλής επικινδυνότητας, ενώ οι προβλέψεις ανόδου της στάθμης της θάλασσας συνολικά (όχι μόνο στον βορρά της χώρας) κυμαίνονται από 0,2 έως 2 μέτρα μέχρι το 2100. Όλα τα παραπάνω επιτάσσουν τη χάραξη και υλοποίησης μιας συντονισμένης πολιτικής προσαρμογής, η οποία θα προστατεύει συνολικά τα 16.200 χιλιόμετρα ακτογραμμής της ελληνικής επικράτειας.

Η ελληνική παράκτια ζώνη είναι η μεγαλύτερη ανάμεσα σ’ εκείνες των ευρωπαϊκών χωρών, με το συνολικό της μήκος να ισούται περίπου με 16.200 χλμ., ενώ 12 από τις 13 περιφέρειές της είναι παράκτιες.

Επιπρόσθετα, η παράκτια ζώνη έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική οικονομία, καθώς πολλές από τις παραγωγικές δραστηριότητες, που συνεισφέρουν σημαντικά στην αύξηση του ΑΕΠ, υλοποιούνται … «παρά θιν΄ αλός». Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μόνο ο παράκτιος τουρισμός συνεισφέρει κατά 15-18% στο ΑΕΠ. Για να ενισχύσουμε την εικόνα με περισσότερους αριθμούς αξίζει να αναφερθεί ότι, όπως επισημαίνεται και στην εν λόγω μελέτη  το 33% των κατοίκων ζει σε παράκτιες περιοχές που απέχουν 1-2 χλµ. από την ακτή.

Μάλιστα, εάν ως παράκτιος πληθυσμός θεωρηθεί κι αυτός που κατοικεί σε απόσταση έως και 50 χλµ. από την ακτή, τότε το ποσοστό “απογειώνεται” στο 85% των Ελλήνων. Παράλληλα, το 80% των βιοµηχανικών δραστηριοτήτων, το 90% του τουρισµού και των δραστηριοτήτων αναψυχής, το 35% της αγροτικής γης (συνήθως υψηλής παραγωγικότητας λόγω της εντατικής καλλιέργειας και της ταχύτερης και ασφαλέστερης πρόσβασης σε όλα τα δίκτυα), η αλιεία και οι υδατοκαλλιέργειες, αλλά και ένα σηµαντικό µέρος των υποδοµών (λιµάνια, αεροδρόµια, δρόµοι, ηλεκτρικό και τηλεπικοινωνιακό δίκτυο κ.ά.), ασκούνται στην παράκτια ζώνη.

Οι απειλές για το ελληνικό παράκτιο και θαλάσσιο περιβάλλον προέρχονται είτε από φυσικούς κινδύνους (π.χ. διάβρωση των ακτών) είτε, κυρίως, από ανθρωπογενείς επιδράσεις (π.χ. υπερεκµετάλλευση φυσικών πόρων, αστικοποίηση, ρύπανση, ευτροφισµός, εισβολή αλλόχθονων ειδών κ.ά.).

Το σηµαντικότερο πρόβληµα της παράκτιας ζώνης είναι ο υψηλός ρυθµός διάβρωσης της ακτογραµµής. Πάνω από το 20% της συνολικής ακτογραµµής (EUROSION, 2004) απειλείται, κατατάσσοντας την Ελλάδα 4η χώρα ως προς την παράκτια τρωτότητα µεταξύ των 22 παράκτιων κρατών-µελών της ΕΕ.

Σύμφωνα με τη μελέτη, περιοχές υψηλής επικινδυνότητας είναι οι δελταϊκές περιοχές του Εύηνου στο Μεσολόγγι, του Καλαµά στην Ηγουµενίτσα, του Αχελώου, του Μόρνου στον Κορινθιακό (κοντά στην Ναύπακτο), του Πηνειού και του Αλφειού στην Ηλεία, του Αλιάκµονα και του Αξιού στο Θερµαϊκό, του Πηνειού στο Β∆ Αιγαίο (κοντά στον Πλαταµώνα), του Στρυµόνα στην Αµφίπολη, του Νέστου (προς τα Άβδηρα), και του Έβρου, όπως και οι δελταϊκές περιοχές στο Μαλλιακό, τον Αµβρακικό, το Λακωνικό, το Μεσσηνιακό και τον Αργολικό Κόλπο. Οι υπόλοιπες παράκτιες ζώνες χαρακτηρίζονται ως περιοχές χαµηλής τρωτότητας και συνήθως είναι βραχώδεις και µεγάλου υψοµέτρου παράκτιες περιοχές.

Τα ευρωπαϊκά στοιχεία από το «Eurison 2004» αποκαλύπτουν ότι το 1/5 των ακτών της Ευρώπης υποχωρεί από 0,5μ μέχρι 2μ το εύρος (άρα, αυτό είναι ευρωπαϊκό πρόβλημα).

Πάνω από 15.000τμ ακτών χάνονται κάθε χρόνο ή επηρεάζονται από τις ακτές, που σημαίνει ότι το 2025 όσοι κατοικούν σε πυκνοκατοικημένες ακτές, θα αντιμετωπίσουν τεράστια κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα.

Ποιο υπολογίζεται όμως ότι θα είναι το κόστος, αν δεν ληφθούν μέτρα;

Για την οικονομική αποτίμηση των επιπτώσεων της μακροχρόνιας ΑΣΘ, στη μελέτη αποτιμήθηκε η συνολική απώλεια γης, σε οικονομικούς όρους, για πέντε υπό μελέτη χρήσεις (τουριστική, οικιστική, δασική, γεωργική και υγροτοπική). Οι εκτιμηθείσες οικονομικές ζημίες από τις 27 μελέτες περίπτωσης που εξετάστηκαν για τις εξεταζόμενες χρήσεις γης ανάχθηκαν στη συνέχεια στην ελληνική επικράτεια, στη βάση συντελεστών κόστους. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το κόστος των επιπτώσεων της μακροχρόνιας ΑΣΘ ισούται σε πα- ρούσες αξίες με 145 δισ. ευρώ για τιμή επιτοκίου προεξόφλησης 1% και με 25 δισ. ευρώ για όπου η ΑΣΘ είναι ίση με 0,5 μ. Οι αντίστοιχες ζημίες για ΑΣΘ ίση με 1 μέτρο υπολογίζεται ότι ισούνται με 265 δισ. ευρώ για τιμή επιτοκίου προεξόφλησης 1% και με 45 δισ. για τιμή επιτοκίου προεξόφλησης 3%.

Μήπως τελικά το «Κτηματολόγιο» δεν καλύπτει το πρόβλημα αυτό και επιτέλους να ήρθε η ώρα για ένα “Ακτολόγιο” σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν ακτογραμμή;

«Και ποιος θα καλύψει το κόστος αυτού;» θα ερωτήσει ο απλός Έλληνας φορολογούμενος. Μα υπάρχει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Παγκόσμια Τράπεζα και άλλοι οργανισμοί που μπορούν να συνδράμουν οικονομικά όταν το πρόβλημα είναι υπαρκτό και αποτυπώνεται σε χάρτες και μελέτες πανεπιστημίων (π.χ. Πανεπιστήμιο Πατρών).

Παρά τους υπαρκτούς κινδύνους, μέχρι σήμερα δεν έχει αναληφθεί στην Ελλάδα συντονισμένη προσπάθεια μακροχρόνιας αποτίμησης των επιπτώσεων της ΑΣΘ, ούτε υπάρχει σχεδιασμός υιοθέτησης κατάλληλων πολιτικών προσαρμογής, όπως επισηµαίνεται και στην τελευταία εθνική έκθεση που υποβάλλεται στην UNFCCC σχετικά µε την κλιµατική αλλαγή (Hellenic Republic, 2006). Κι όμως, η άμεση υιοθέτηση και εφαρμογή ενός εθνικού σχεδίου προσαρμογής είναι απαραίτητη για τη μείωση των επιπτώσεων της ΑΣΘ. Σύμφωνα με τους μελετητές, οι βασικοί πυλώνες ενός τέτοιου σχεδίου είναι αρχικά η κατάρτιση ακτολογίου και αφετέρου ο καθορισμός ζωνών επικινδυνότητας ανάγκη ένταξης του προβλήματος στα Γενικά Πολεοδομικά Σχέδια (ΓΠΣ), και Σχέδια Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων (ΣΧΟΟΑΠ), αναλόγως με το χαρακτήρα κάθε παράκτιας περιοχής για την υλοποίηση είτε σκληρών είτε ήπιων τεχνικών παρεμβάσεων, η επιλογή και επιτυχής εκτέλεση των απαιτούμενων έργων, καθώς και η θέσπιση μηχανισμού συνεχούς παρακολούθησης των παράκτιων περιοχών.

Δυστυχώς σε όλα τα προηγούμενα κανείς δεν μπορεί να συνεκτιμήσει τα καταστροφικά σενάρια της δράσης μεγάλων τσουνάμι (παλιρροϊκών κυμάτων) από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης ή ενός πολύ μεγάλου υποθαλάσσιου σεισμού σε ένα από τα ελληνικά πελάγη.

Πηγές: Περιοδικό Nature, NOOA, www.Researchgate.net, www.tee.gr, www.Euronews, Δίκτυο Ελλήνων Ιστιοπλόων

*(Ο Βασίλης Κανελλόπουλος είναι δημοτικός υπάλληλος στο Δήμο Δυτ. Αχαΐας. Γεωλόγος MSc, MBA)