Like

Γιατί απέχουν οι 30+ από το σεξ

Γράφτηκε από Westcity Team
 
 
 
 

Στις κατά καιρούς έρευνες που αναδεικνύουν καλύτερους εραστές ανά χώρα,

οι απαντήσεις ίσως πείθουν ότι τα ερωτηματολόγια απευθύνονται όντως σε σεξουαλικά ενεργούς ανθρώπους, που με ειλικρίνεια καταθέτουν την εμπειρία τους: άλλωστε, συνήθως οι συγκεκριμένες έρευνες προστατεύουν τους ερωτηθέντες με ανωνυμία, οπότε ποιος ο λόγος να μην είναι κανείς ειλικρινής;

Κι όμως, σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας που εκπονήθηκε από Εθνικό Ερευνητικό Κέντρο Σεξουαλικής Συμπεριφοράς της Βρετανίας, όλες οι προηγούμενες έρευνες πρέπει να… ακυρωθούν. Γιατί;

Γιατί οι απαντήσεις της έρευνας σε στοχευμένο κοινό 30άρηδων είχε να αποκαλύψει πολλά προβλήματα στη σεξουαλική τους ζωή, τα οποία συνήθως λύνονταν δια της συνειδητής αποχής.

Για την ακρίβεια, η έρευνα αποδεικνύει ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων 30-35 ετών – της παραδοσιακά πιο δραστήριας ηλικίας στο σεξ – χρειάζονται βοήθεια σε αυτό το είδος των σχέσεων είτε λόγω κόπωσης, είτε λόγω άλλων ψυχολογικών ή ψυχοσωματικών προβλημάτων που τα εμποδίζει να απολαύσουν το σεξ, ως κομμάτι μίας ευτυχισμένης και λειτουργικής ζωής.

Τα ποσοστά είναι αποκαρδιωτικά και σ’ αυτήν την περίπτωση οι αριθμοί λένε την αλήθεια: βάσει της έρευνας ένα 33,8% των αντρών και ένα 44,4% των γυναικών δεν μπορούν να απολαύσουν το σεξ, επειδή είτε έχουν βιώσει επώδυνες επαφές ή επειδή άγχονται υπερβολικά για την έκβαση μίας βραδιάς που ξεκινά με απώτερο σκοπό τη σεξουαλική επαφή.

Βάσει της έρευνας ένα 33,8% των αντρών και ένα 44,4% των γυναικών δεν μπορούν να απολαύσουν το σεξ, επειδή είτε έχουν βιώσει επώδυνες επαφές ή επειδή άγχονται υπερβολικά για την έκβαση μίας βραδιάς που ξεκινά με απώτερο σκοπό τη σεξουαλική επαφή.

Βάσει των ίδιων αυτών αποτελεσμάτων, για τις γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα, το συνηθέστερο πρόβλημα ήταν να φτάσουν σε οργασμό, για την ακρίβεια ένα 21,3% έδωσε αυτή την απάντηση.

Άλλα προβλήματα;

Ένα 9,8% ανέφερε την όχι αυξημένη διάθεση για σεξ, ένα 9% την επώδυνη σεξουαλική επαφή, ένα 8,5% την ξηρότητα του κόλπου, ένα 8% το υπερβολικό άγχος κατά τη διάρκεια του σεξ και ένα 8% την αδυναμία ερεθισμού.

Την ίδια στιγμή, οι άντρες που απάντησαν στο ίδιο ερωτηματολόγιο, ως κορυφαίο πρόβλημα ανέφεραν την γρήγορη εκσπερμάτιση – μαζί με το άγχος που η κατάσταση δημιουργεί – σε ένα ποσοστό 13,2%, την αδυναμία να φτάσουν σε οργασμό σε 8,3%, τη δυσκολία να διατηρήσουν τη στύση τους καθ’ όλη τη διάρκεια της επαφής σε ποσοστό 7,8%, την έλλειψη διάθεσης για σεξ σε ποσοστό 5,4% και τέλος το άγχος σε ένα 4,8%.

Ως λύση στα παραπάνω προβλήματα, μεγάλο ποσοστό των γυναικών (πάνω από 20%), αλλά και των ανδρών (πάνω από 10%) επέλεγε την αποχή από το σεξ, σε μία προσπάθεια, ωστόσο, να παραμερίσει και όχι να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Κατά τον ίδιο τρόπο οι ερωτηθέντες απαντούσαν με σχετική απροθυμία για το αν είχαν σκοπό να ζητήσουν επαγγελματική βοήθεια, σε μία σοβαρή προσπάθεια να μάθουν από την αρχή να αγαπούν κατ’ αρχάς τον εαυτό και το σώμα τους και εν συνεχεία τη σεξουαλική επαφή.

Σύμφωνα με τη δόκτωρα Kirstin Mitchell,

την επικεφαλής της συγκεκριμένης έρευνας, πρέπει να γίνει σοβαρή δουλειά, αν οι επόμενες γενιές – και η παρούσα – επιθυμούν να λύσουν το πρόβλημα, το οποίο όπως αναφέρεται σχετίζεται και με στερεότυπα της εικόνας, αλλά και με τον τρόπο που τα ΜΜΕ βομβαρδίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο – είτε είναι άντρας είτε γυναίκα – για την εξωτερική του εμφάνιση.

«Αν θέλουμε να βελτιώσουμε τη σεξουαλική ζωή του πληθυσμού, πρέπει να αναρωτηθούμε πώς οι νέοι άνθρωποι ξεκινούν τον ερωτικό τους βίο. Διαφορετικά, τόσο η έλλειψη γνώση, όσο και ο συνδυασμός άγχους και ντροπής θα γιγαντώνει τα σεξουαλικά προβλήματα που μπορούν να καταστρέψουν τόσο τη χαρά του να κάνει κανείς σεξ, όσο και τις ανθρώπινες σχέσεις», λέει χαρακτηριστικά.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε διάφορες αναδημοσιεύσεις και σχολιασμούς των αποτελεσμάτων της συγκεκριμένης έρευνας, το πρόβλημα δεν εστιάζεται αποκλειστικά στον βρετανικό πληθυσμό, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται, με τα αποτελέσματα συμφωνεί ένα μεγάλο κομμάτι του ευρωπαϊκού πληθυσμού, των ηλικιακών γκρουπ 30 – 35 ετών.

Ως παράγοντες δε που εντείνουν το πρόβλημα αναφέρεται η υπερχρήση κινητών και tablets, η αγωνία διάδρασης στα social media και η χαμηλή αυτοεκτίμηση ή αντίθετα ο ναρκισσισμός, ως συνέπεια των σύγχρονων προτύπων.